αὐτόβολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτόβολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐτόβολος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀτόβουλους Στερελλ. (Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀντων. αὐτὸς καὶ τοῦ οὐσ. βόλος.
Σημασιολογία
1) Ὁ αὐτὸς καθ’ αὑτόν, ὁ μὴ ἐξ ἄλλου, ὁλόκληρος: Νὰ χαίρισ’ τοὺ σ᾿λούπ᾽ σ’ ἀτόβουλου! (τὸ σ᾿λούπ᾿σ᾿=τὸ σουλούπι σου, τὸν ἑαυτόν σου). Κακὸ ἀτόβουλου εἶν᾽ αὐτὸς (κακὸν φανερόν, ἀναμφισβήτητον). 2) Παχύς, δυσκίνητος, ἰδίᾳ κατ’ οὐδ. ὡς οὐσ.: Μωρέ, τί ἀτόβουλου ποῦ γί’κι! Κ᾽νήσ’ ἀπὸ τὴ θέσι σ᾿, ἀτόβουλου!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA