ἀποδιˬάγερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬάγερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδιˬάγερμα τό, ἀμάρτ. ἀπογιˬάγερμα Κρήτ. ἀπογιˬάερμα Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαγέρνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ περὶ τὴν μεσημβρίαν χρόνος, καθ’ ὃν ἀπογιˬαέρνουν τὰ ζῷα Κρήτ. (Σητ.): Ἀπογιˬάερμα ’ναι bλεˬὸ, μόνο φέρετε τὰ βούγιˬα ’πῶδε νὰ τὰ βάλωμε ’ς τ’ ἀλώνι. Ἀπογιˬάερμα ’ναι bλεˬό, μόνο ἄμε τἀ βούγιˬα ᾽ς τὸ σπίτι. 2) Ὑπόλειμμα πραγματός τινος Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/