αὐτοκινητάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτοκινητάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐτοκινητάδα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αὐτοκίνητο καὶ τῆς καταλ –άδα (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Περίπατος ἢ μετάβασίς που ἐπ’ αὐτοκινήτου: Τοῦ ἀρέσει ἠ αὐτοκινητάδα. 2) Ἐπιρρηματ., ἐπ᾽ αὐτοκινήτου, δι᾽ αὐτοκινήτου: Πήγαμε αὐτοκινητάδα ᾽ς τὸ δεῖνα μέρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA