αὐτοκινηταρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτοκινηταρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐτοκινηταρεˬὰ ἡ, Ἀθῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. αὐτοκίνητο καὶ τῆς καταλ. –αρεˬὰ.
Σημασιολογία
Τὸ σύνολον τῶν ἐν τῷ αὐτοκινήτῳ ἐπιβατῶν, αὐτοκινητον πλῆρες ἐπιβατῶν: Ἐπέρασαν πολλὲς αὐτοκινηταρεˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA