αὐτοκέφαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐτοκέφαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐτοκέφαλος ἐπίθ. πολλαχ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. αὐτοκέφαλος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ ἄλλου ζῶν, ὁ μὴ ὑπακούων εἰς ἄλλους, χειράφετος πολλαχ.: Αὐτοκέφαλη γυναῖκα. Αὐτοκέφαλο παιδί. β) Ἀπειθάρχητος, ἄτακτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Δὲν ἔχει ὁ κόσμος πεὸ αὐτοκέφαλο bαιδί. 2) Ἰσχυρογνώμων Κέρκ. Συνών πεισματάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/