γλυκότροπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκότροπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γλυκότροπα ἐπίρρ. Σ. Σκίπ., Ἀπέθαντ., 41.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀμαρ. ἐπιθ. γλυκότροπος.

Σημασιολογία

Μὲ τρόπον ποὺ δηλοῖ προσῆνειαν, μειλιχιότητα ἤ συμπάθειαν: Ποίημ. Καὶ σὰ θὰ ποῦν τὸ καλοβράδιˬασμα, πασίχαροι θὰ μποῦνε μέσα καὶ κουβεντιάζοντας γλυκότροπα γιὰ τ’ ἀκριβά τους νιτερέσιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/