αὐτοκράτορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτοκράτορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
αὐτοκράτορας ὁ, λόγ. κοιν. ἑφτακράτορας Ἤπ. (Κόνιτσ.) Πόντ (Τραπ.) κ.ἀ. ’φτακράτουρας Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Θηλ. αὐτοκρατόρισσα πολλαχ. ἑφτακρατόρισσα Σκίαθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ αὐτοκράτωρ.
Σημασιολογία
1) Αὐτοκράτωρ, βασιλεὺς λογ κοιν.: ᾎσμ. Νὰ γίνῃ ἑφτακράτορας, νὰ μπῇ μέσα ’ς τὴν Πόλι, ν’ ἀνοίξῃ τὴν Ἁγιˬὰ Σοφιˬὰ νὰ μεταλάβουμ’ ὅλοι Ἤπ. (Κόνιτσ.) 2) Ὁ γινώσκων τι καλῶς Θρᾴκ. (Μάδυτ.): Τ᾽ διˬαβόλ’ ἡ γιˬὸς φαρσὶ τὰ ξέρ’ τὰ Τούρκικα, ᾿φτακράτουρας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA