γλυκότσουχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκότσουχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκότσουχτος ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. γλυκότσουχτο Πελοπν. (Δυρράχ.)-Γ. Σουρῆς, Ρωμ., ἀρ. 17.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γλυκοτσούζω.
Σημασιολογία
᾿Επὶ οἴνου, ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον τσούζει, τ.ἔ. πίνει κανεὶς μετ’ εὐχαριστησεως: Γλυκότσουχτο κρασὶ καὶ τόσα ἄλλα Γ. Σουρῆς, ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA