ἀποδιˬαλεγούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαλεγούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδιˬαλεγούδι τό, πολλαχ. ἀποδιˬαλεγούδ’ Προπ. (Πάνορμ.) ἀπουδιˬαλιγούδ’ Σάμ. κ.ἀ. ἀποδιˬαλεούδι Ζάκ. Θήρ. Κάρπ. Κύθν. Μῆλ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. κ.ἀ.)-ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 224, 691 -Λεξ. Πρω. ἀπουδιˬαλιούδ’ Σάμ. Σκόπ. ἀποδιˬαλούδι Θρᾴκ. (᾿Επιβάτ.) Κορ. ἔκδ. Ξενοκρ. καὶ Γαλην. 166 -Λεξ. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀποντιˬαλεούντι Ἴος ἀποιˬαλεγούι Κάρπ. ἀποιˬαλεούι Κάρπ. ἀποδιˬαλέγουδο Κρήτ. (Κατσιδ.) ἀπουδιˬαλέγουδου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀποδιˬαλέουδο Κρήτ. ᾽ποδιˬαλούδι Βιθυν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαλέγω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούδι. Οἱ εἰς ο τύπ. κατ’ ἀναλογ. ἄλλων συνθέτων ληγόντων εἰς -ι καὶ -ο, ὡς ἀποπαίδι-ἀπόπαιδο, διˬαβολοπαίδι-διˬαβολόπαιδο, παλα͜ιοπαίδι-παλα͜ιόπαιδο κττ. Διὰ τὸν τύπ. ἀποδιˬαλούδι ἰδ. ἀποδιˬαλεγίδι.

Σημασιολογία

Τὰ μετὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν καλυτέρων ἐκ πλήθους ἀντικειμένων ἀπομένοντα, τὰ ἄνευ ἀξίας, ἐπὶ καρπῶν, ζῴων κττ. συνήθως κατὰ πληθ. ἔνθ’ ἀν.: Μείνανε τ᾿ ἀποδιˬαλεγούρια, τὰ καλὰ τὰ πήρανε Μάν. Τ’ ἀπουδιˬαλέουρα τοῦ σταριοῦ τὰ ρίχν’ ’ς τ᾿ς κόττις Αἰτωλ. Αὐτὰ τὰ σταφύλιˬα εἷναι ἀποδιˬαλεούριˬα Κύθν. Οὕλα τ’ ἀποδιˬαλέγουρα μ’ ἄφηκες (ἐπὶ διαλογῆς προβάτων) Μύρθ. Τοῦ γύρεψα κἄνα σῦκο καὶ μοῦ ’δωκε δυˬὸ ἀποδιˬαλέουρα Παξ. Διάλιξι οὑ δεῖνα τὰ καλὰ καλὰ κι᾽ μᾶς ἄφ’σι τ’ ἀπουδιˬαλιˬούριˬα Σκόπ. Μὄδουκι κἄτ’ ἐλα͜ιές, ἦταν ἀπουδιˬαλέουρα Αἰτωλ. Τι’ ἀποδιˬαλέγουρα μὄδωσες νὰ φάγω; Ἀράχ. Μάζου τ᾿ ἀποδιαλέγουρα γιὰ τὸ μανάρι αὐτόθ. || Γνωμ. Διˬάλεξε κιˬ ἀποιˬάλεξε ἐπῆρ’ ἀποιˬαλέουρα (διὰ τὴν σημ. ἰδ. ἀποδιˬαλεγούδι) Κάρπ. Ὅπο͜ιους πουλὺ διˬαλέγ᾿ τ’ ἀπουδιˬαλιχτούριˬα παίρ’ Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬαλέγι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/