ἀποδιˬαλεγούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαλεγούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδιˬαλεγούρι τό, Ἤπ. Κύθηρ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀργολ. Καλάβρυτ. Μάν.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. Ἐλευθερουδ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπουδιˬαλιγούρ’ Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. ἀποδιˬαλεούρι Ἤπ. ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Κύθν. κ.ἀ. ἀπουδιˬαλιούρ’ Σκόπ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀποδιˬαλεχτούρ’ Μακεδ. ’ποδιˬαλεγούρι Εὔβ. (Ἀνδρων. Κονιστρ κ.ἀ.) ’πουδιˬαλούρ’ Εὔβ. (Στρόπον.) ἀποδιˬαλέγουρο Ἤπ. Κρήτ. (Μύρθ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Στερελλ. (Ἀράχ.) -Λεξ. Ἠπίτ. ἀποδιˬαλέουρο Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Παξ. ἀπουδιˬαλέουρο Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποιˬαλέουρο Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαλέγω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούρι. Ὁ τύπ. ἀπουδιˬαλιχτούρ’ κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐπίθ. διˬαλεχτός. Διὰ τοὺς εἰς -ο τύπ. ἰδ. ἀποδιˬαλεγούδι.

Σημασιολογία

Τὰ μετὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν καλυτέρων ἐκ πλήθους ἀντικειμένων ἀπομένοντα, τὰ ἄνευ ἀξίας, ἐπὶ καρπῶν, ζῴων κττ. συνήθως κατὰ πληθ. ἔνθ’ ἀν.: Μείνανε τ᾿ ἀποδιˬαλεγούρια, τὰ καλὰ τὰ πήρανε Μάν. Τ’ ἀπουδιˬαλέουρα τοῦ σταριοῦ τὰ ρίχν’ ’ς τ᾿ς κόττις Αἰτωλ. Αὐτὰ τὰ σταφύλιˬα εἷναι ἀποδιˬαλεούριˬα Κύθν. Οὕλα τ’ ἀποδιˬαλέγουρα μ’ ἄφηκες (ἐπὶ διαλογῆς προβάτων) Μύρθ. Τοῦ γύρεψα κἄνα σῦκο καὶ μοῦ ’δωκε δυˬὸ ἀποδιˬαλέουρα Παξ. Διάλιξι οὑ δεῖνα τὰ καλὰ καλὰ κι᾽ μᾶς ἄφ’σι τ’ ἀπουδιˬαλιούριˬα Σκόπ. Μὄδουκι κἄτ’ ἐλα͜ιές, ἦταν ἀπουδιαλέουρα Αἰτωλ. Τι’ ἀποδιˬαλέγουρα μὄδωσες νὰ φάγω; Ἀράχ. Μάζου τ᾿ ἀποδιαλέγουρα γιὰ τὸ μανάρι αὐτόθ. || Γνωμ. Διˬάλεξε κιˬ ἀποιάλεξε ἐπῆρ’ ἀποιˬαλέουρα (διὰ τὴν σημ. ἰδ. ἀποδιˬαλεγούδι) Κάρπ. Ὅπο͜ιους πουλὺ διˬαλέγ᾿ τ’ ἀπουδιˬαλιχτούριˬα παίρ’ Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬαλέγι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/