γλυκόυπνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόυπνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυκόυπνος ὁ, Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 74 Πεντασύλλ. 109 γλυκοΰπνος Ν. Ἑστ. 15 (1934), 211 γλυκοΰπνι τό, Πελοπν (Δίβρ.) κ.ἀ.-Ἐφημ. Ἐλεύθ. Τύπ. 2.8.1921.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκός καὶ τοῦ οὐσ. ὕπνος. Διὰ τὸν τὐπ. γλυκοΰπνι πβ. πρωτοΰπνι.

Σημασιολογία

Ὕπνος γλυκύς, εὐχάριστος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπάνου ’ς τὸ γλυκούπνι του διˬάκε καὶ τὸν ἐξύπνησε, γ ˬὰ νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ᾿ς τὸ χωριˬὸ (διˬάκε=πῆγε) Πελοπν. (Δίβρ.) Ἡ μικρὰ φρουρά... βρίσκεται ’ς τὸ γλυκοΰπνι ᾽Εφημ. Ἐλεύθ. Τύπ., ἔνθ’ ἀν || Ποιήμ. Ὦ μαῦρε ἀπὸ τὸν κάματο, πρὶν πέσῃς ’ς τὸ κρεββάτι, κλεφτᾶτα ἕνας γλυκόυπνος τὰ μάτιˬα σου σφαλεῖ Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, ἔνθ’ ἀν. Ἀστείρευτη βρύση, γαλάζιˬο λουλούδι, ναός, πλάσμα, ἦχος, λόγος, χαρὰ τὸ τραγούδι, ’ς τῶν ἄυπνων τὴν κόλαση γλυκόυπνου κλίνη Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/