ἀποδιˬαλύζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαλύζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδιˬαλύζω ἀμάρτ. ἀποδλύζω Πόντ (Οἰν.) ᾿ποδκιˬαλύν-νω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποδιαλύω. Διὰ τὸν μετασχηματισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,272.

Σημασιολογία

Διαλύω τι ἐμπεπλεγμένον, ξεχωρίζω, ἐπὶ κόμης, νήματος ἢ στήμονος κττ. Συνών. διˬαλύζω, ξεδιˬαλύζω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/