ἀποδιˬαλυνώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαλυνώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιˬαλυνώνω, ’ποδκιˬαλυνών-νω Κύπρ. (Ζώδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Κατὰ μεταπλασμὸν ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀποδιαλύνω , παρ’ ὃ καὶ ’ποδκιˬαλύν-νω, δι’ ὃ ἰδ. ἀποδιˬαλύζω.
Σημασιολογία
1) Χαλαροῦμαι: Τραύα το νὰ ᾽ποδκιˬαλυν-νώσῃ (ἐνν. τὸ σκοινί, τὸ βρεγμένο ροῦχο κττ.) 2) Παύω αἱμωδιῶν: Ἐπαρπάτησα κομ-μάτι τ’ ἐποδκιˬαλυνώσαν τὰ πόδκιˬα μου. Παρπάτησε λ-λίον ταὶ μὲν κάθεσαι οὕλ-λ’ ἡμέρα, νὰ ’ποδκιˬα-λυνώσουν τὰ πόδκιˬα σου. Κάτσε κάτσε ἐμουδκιˬάσαν τὰ πόδκιˬα μου, ᾿εν-νὰ πατάσω λ-λίον νὰ ’ποδκιˬαλυν-νώσουν. (διὰ τὴν σημ. πβ. Ὀρειβ. 6,21 «οἰ ἐωθινοὶ περίπατοι… τὰς νωθρότητας ἐκ τῶν ὕπνων ἀποδιαλύουσιν»). Συνών. *ἀποδιˬαλυνίσκω, ξεμουδιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA