ἀποδιˬαντρέπω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαντρέπω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιˬαντρέπω Τῆλ. Μέσ. ἀποδιˬαντρέπομαι Ἀμοργ. Κάσ. Νάξ. Συμ Χίος κ.ἀ.-ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 46 ΓΞενοπ. Στέλλ. Βιολ 33 -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀποδιˬαdρέπομαι Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) ἀπουδιˬαντρέπομαι Μεγίστ. ἀπουδιˬαντρέπουμι Λυκ. (Λιβύσσ.) ’ποδιˬαντρέπομαι Κάρπ. Ρόδ. ᾿ποδιˬαdρέπομαι Κρήτ. ’ποδκιˬαντρέπομαι Κύπρ. ’πογιˬαντρέπομαι Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀποδιˬαντρέπομαι, περὶ οὗ ἰδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 122 κἑξ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τῆς λ. πβ. ἀγγελοκρούω, ἀγγελοσκιˬάζω κττ.
Σημασιολογία
1) Ἀποβάλλω πᾶσαν αἰδῶ, ἀπαναισχυντῶ Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ. Τῆλ. Χίος -ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν. ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Κωπέλλα ποῦ ἀποδιαντράπηκε νὰ γράψῃ ’ς ἕνα ξένο «εἶμαι δική σου», δὲν μπορεῖ ἄλλο νὰ ζήσῃ ᾿ς τὸ σπίτι μου ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. || ᾊσμ. Μ-μ’ ἀπῆτι πολλαργάρασι δυˬὸ μίλιˬα τοῦ λιμιˬῶνα, ἐπογιˬαντράπ’ ὁ ναύκληρος κιˬ ἁπλῶν-νει πρὸς τὴν κόρη Κάρπ. Καὶ μιˬὰν Λαμπρη μιˬὰν Κερεκή, μιˬὰ χρήσιμην ἡμέρα, ἐποδιαντράπην κ᾿ εἶπεν της, νύφ-φη, κ’ ἐγὼ ’γαπῶ σε (Κερεκὴ=Κυριακὴ) Τῆλ. Πίν-νου του τὸ γλυκὸν κρασίν, πίν-νου του νὰ μεθύσου, πίν-νου του ν’ ἀπουδιαντραπῶ, νά ’μπου νὰ τὴν μιλήσου Λιβύσσ. Ἐποδιˬαντράπην ἄουρος τσῆ κόρης νὰ μιλήσῃ Νάξ. Ἤβγεν ἡ κόρ’ ἀ τὸ λουτρὸ κιˬ ὁ νεˬὸς ἀ τὸ bαρbέρη, κ’ ἐσυναπαdηχτήκανε μέσα ’ς τὸ σταυροδρόμι κ’ ἐποδιˬαdράπη ὁ νεώτερος κ’ εἶπε τζῆ περιστέρας Ἀπύρανθ.-Ποίημ. Ἡ Μαντελένιˬα ἡ ροῦσσα ἀποδιˬαντράπη καὶ τραγουδάει καὶ λέει γιˬὰ τὰ πουλλιˬὰ δυˬὸ δυˬὸ πῶς κάνουν τὴν ἀγάπη ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 340 (ἔκδ. Wagner σ. 76) «μετὰ χαρᾶς ἡ πολιτικὴ θέλει κρυφὸν γαμήσι, | ὢς ὅτε ν’ ἀποδιαντραπῇ, ὥστε ν’ ἀποκινήσῃ». Συνών. ξεδιˬαντρέπομαι, ξετσιπώνομαι. Καὶ μετβ. παύω ἐντρεπόμενός τινα καὶ ἀναισχυντῶ πρὸ αὐτοῦ Κρήτ. (Ἔμπαρ.) Ρόδ.: Ἐποδιˬαdράπηκέ τηνε καὶ τσῆ λέει ὅ,τι τοῦ κατεβῇ Ἔμπαρ. Τὸν ἀδιˬάντροπον ἄνθρωπον ’ποδιˬαντράπου τον καὶ σὺ Ρόδ. 2) Μέσ. ἐντρέπομαι πολὺ Κρήτ.: Ἀποδιˬαdράπηκα καὶ τοῦ ’δωκα πέdε γρόσια. Συνών. ντρέπομαι. 3) Προσβάλλω τινά, καταισχύνα Τῆλ.: ᾎσμ. Ἡ κυρὰ Ρήνη-Ἀρετὴ καὶ δέρνει τὸν ὑγιˬό της, γιˬατὶ τἠν εἶπεν ἄσκημη, γιˬατὶ τὴν εἶπε κούρβα, γιˬατὶ την ἐποδιˬάντρεψε μέσα ’ς τ’ ἀρκοντολόγιˬα. Συνών. ἀποδιˬαντροπώνω 1, ντροπιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA