ἀποδιˬάρτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬάρτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποδιˬάρτι τό, ᾿ποδκιˬάρτιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. *διˬάρτι.
Σημασιολογία
Ἡ μετὰ τὴν πλάσιν τῶν ἄρτων ὑπολειπομένη ὀλίγη ζύμη χρησιμοποιουμένη εἰς πλάσιν ἄλλου μικροτέρου: Τὸ ’ποδκιˬάρτιν μου τὸ ἔκαμα μιˬὰν πιτ-τακούδαν γιˬὰ τὸ μωρόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA