γλυφάνθρωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυφάνθρωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυφάνθρωπος ὁ, ἐνιαχ. βλυχάνθρωπος Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυφὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος ἀηδής, ἄχαρις. Συνών. ἄβρωτος 3, ἄγαρbος 2, ἀνάλατος Α1β, ἄναλος 2, ἀνοστάνθρωπος ἀνοστόπλαστος, ἄνοστος 1β, ἀνοστοφτε͜ιαγμένος, ἀπανέβαστος 2, ἀπανέβατος, ἀρρίνιαστος 2, γλυκανάλατος, κρυάνθρωπας, κρύος, σαχλός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA