ἀποδιˬασκέλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬασκέλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποδιˬασκέλισμα τό, ἀμάρτ. ’ποδοσκέλισμα Σίφν
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδιˬασκελίζω. Διὰ τὸν τύπ. ’ποδοσκέλισμα ἰδ. ’ποδοσκελεˬὰ ἐν λ. ἀποδιˬασκελεˬά.
Σημασιολογία
Ἀποδιˬασκελεˬὰ 2, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA