ἀποδιˬασκελωματεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬασκελωματεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποδιˬασκελωματεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀποδιˬασκελωμαθεˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποδιˬασκέλωμα καὶ τῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

Ἀποδιˬασκελεˬὰ 1, ὃ ἰδ.: Ἐσένα δὰ ἡ ἀποδιˬασκελωμαθεˬά σου ’ναι φόβος τρόμος! Ἀποπὰ ὥς τσῆ δεῖνα εἶναι μιˬὰν ἀποδιˬασκελωμαθεˬὰ (ἀποπὰ=ἀπεδῶ). Ἀποπὰ ἴσαμε τὴν Παναγία πόσες ἀποδιˬασκελωμαθεˬὲς τὸ κάνεις;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/