γλύφανον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλύφανον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλύφανον τό, λόγ. ἐνιαχ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλύφανο Χίος (Μυρμήγκ.) -Λεξ. Βλαστ. 317.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλύφανος.

Σημασιολογία

Ἐργαλεῖον γλυφῆς καὶ λαξεύσεως, σμίλη ἔνθ’ ἀν Συνών. γλυφίδα, γλυφίδι, γλύφτης, πετροκόπος, πίκος, σκαρπέλο, σμίλη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/