γλυφάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυφάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυφάρι τό, Αἴγιν. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μέγαρ. -Α. Μαναρ., Ὁδηγ. μηχαν., 13 καὶ 14 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλύφω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρι (Ι)
Σημασιολογία
1) Λίθος πελεκημένος κατ’ ὀρθὴν γωνίαν, χρήσιμος ὡς ἀκρογωνιαῖος εἰς τὴν τοιχοδομίαν Αἴγιν. Ἤπ. (Κόνιτσ.)-Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀγκωνάρι 2. β) Γωνιόλιθος παραθύρου Μέγαρ. γ) Συνεκδ., ἡ γωνία τοῦ παραθύρου Μέγαρ. 2) Ρεῖθρον Α. Μαναρ., ἔνθ’ ἀν 3) Ψηφὶς ποταμοῦ Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA