ἀποδιˬαφεντεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαφεντεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδιˬαφεντεύω ἀμάρτ. ἀποδιˬαφεdεύω Κρήτ. ἀποδιˬαφεdεύγω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διˬαφεντεύω.

Σημασιολογία

Ἀποκτῶν ἐκ κληρονομίας περιουσίαν κινητὴν ἢ ἀκίνητον ἀναλαμβάνω τὴν διεύθυνσιν καὶ διαχείρισιν ταύτης: ᾿Εγὼ δὰ τ᾽ ἀποδιˬαφεdέψω τὰ πράματά σου (δὰ=θά). Πῶς τ᾿ ἀποδιˬαφεdεύγει τοσανὰ πλούτη; Πο͜ιὸς δὰ τσοὶ ᾽ποδιˬαφεdέψῃ τοσεσὰ κλερονομιές;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/