ἀποδιβολίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιβολίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδιβολίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διβολίζω.

Σημασιολογία

Ἀποπερατῶ τὸ διβόλισμα, τὴν δευτέραν ἀροτρίασιν τοῦ ἀγροῦ: Μ’ ἀποδιβόλισές το πεά; -Ναί, ἀπὸ χτὲ βράδυ εἶν᾽ ἀποδιβολισμένο (ἐνν. τὸ χωράφι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/