ἀποδιπλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιπλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιπλῶνω σύνηθ. καὶ Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διπλώνω. Πβ. καὶ μεσν. ἀποδιπλοῦμαι.
Σημασιολογία
1) Ἐκτυλίσσω, ἁναπτύσσω Πόντ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀποδίπλωσε τὸ σεντόνι Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. ᾽Ιδ. Εὐσταθ. Ὀδ. 1661,60 «τὸ δὲ ἐτίταινε τραπέζας, ἐμφαίνει μὴ στρογγύλας αὐτάς, ἀλλὰ προμήκεις εἶναι ἢ καὶ ἄλλως ἀποδιπλουμένας καὶ οὕτω τεινομένας». Συνών. ξεδιπλιˬάζω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω. 2) Τελειώνω τὸ δίπλωμα πράγματός τινος σύνηθ.: ᾿Αποδίπλωσα τὰ ροῦχα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA