ἀποδιχάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιχάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιχάζω ᾿Ιων. (Σμύρν. κ.ἀ.) Πελοπν. (κάμπος Λακων.) Τῆν.-ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 30 ’ποδιχάζου Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ. τοῦ ρ. διχάζω.
Σημασιολογία
Βλέπω, διακρίνω καλῶς Εὔβ. (Κύμ.) Ἰων. (Σμύρν. κ.ἀ.) Τῆν.: Ὁ δεῖνα δὲν ἀποδιχάζει καθόλου Σμύρν. Τοῦ δεῖνα ἔπαθαν τόσο τὰ μάτια, ὥστε μόλις ἀποδιχάζει αὐτόθ. Καὶ ἀμτβ. διακρίνομαι, φαίνομαι Πελοπν. (κάμπος Λακων.)-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Καθὼς τό ᾿ρραψα ᾽γὼ τὸ ροῦχο δὲν ἀποδιχάζει πῶς εἶναι σκισμένο κάμπος Λακων. Ὁλοένα ἐμυρίζονταν σκυφτὰ τὰ ματωμένα χάμου τὰ χώματα, ὅλο μαζὶ τὸ κοπάδι ποῦ δὲν ἀποδίχαζαν ᾽ς τὸ σωρὸ βόιδι ἀπὸ βόιδι-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ξεδιˬαλύνω, ξεχωρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA