γλυτώρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυτώρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλυτώρα ἡ, Κρήτ. (Βιάνν. Κατσιδ. Σητ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γλυτώνω.
Σημασιολογία
Γλυτωμὸς 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Γλυτώρα μοῦ ’τονε ἕνας κλῶνος ποὺ τὸν ἤπιˬασα, εἱδεμὴς ἤθελα πνιγῶ Κρήτ. Ἅμα σοῦ πιˬάσῃ τὴν κουβέdα, δὲν ἔχεις γλυτώρα νὰ φύγῃς Κατσιδ. Δὲν ἔχω γλυτώρα ἀπ’ αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτόθ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλυτωμὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA