γλύφα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλύφα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλύφα ὴ, Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Πάργ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Ἰθάκ. Κέρκ. Λέρ. Παξ. Στερελλ (Ἀστακ.) βλύχα Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Λευκ. Μέγαρ. Στερελλ. (Ἀστακ.) βλύφα Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυφός.

Σημασιολογία

1) Ὕδωρ ὑφάλμυρον Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Ἰθάκ.: Αὐτὸ τοὺ νιρὸ εἶν’ γλύφα Ζαγόρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλυφάδα 1. β) Φρέαρ ἤ πηγὴ ὑφαλμύρου ὕδατος Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Πάργ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Κέρκ. Λέρ. Λευκ. Παξ. Στερελλ. (Ἀστακ.): Ἔχουν μιˬὰ γλύφα ἐκεῖ ’ς τὴν ἐκκλησία κοντά, εἶναι ἀνάγλυφο τὸ νερὸ Τρίκερ. Δὲ λε͜ιώ’ τὸ σαπού’ ’ς τὸ νερὸ τ᾿ς βλύχας Λευκ. || Παροιμ. φρ. Παρὰ βοῦρκο κάλλιˬα γλύφα (ἐκ δύο κακῶν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον) Ἀστακ. Συνών. γλυφάδα 1β. 2) Ἡ ὑφάλμυρος γεῦσις Κάλυμν. Μέγαρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλυφάδα 2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλύφα Ἀντίπαξ. Εὔβ. (Λίμν.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Παξ. Πελοπν. (Λεχαιν.) Στερελλ. Ἀστακ. Λεξ . Βλαστ. 379 Βλύχα Ἀττικ. Ἤπ. Μέγαρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀντίκυρ. Μαλεσ.) Βλύχες Ἰθάκ. Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/