γλυτηριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυτηριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυτηριˬάζω Λεξ. Αἰν. Μεσ. γλυτηριˬάζομαι αὐτόθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γλυτήρι.

Σημασιολογία

Περιτυλίσσω τὸ νῆμα εἰς τὸ γλυτήρι, τυλιγάδι. Συνών. ἀγκουφίζω, ἁλυσιδιˬάζω 1, ἀναλύω 5, γλυτηρίζω, πηχιˬάζω, τυλιγαδιˬάζω, τυλίγω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/