γλύτρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλύτρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλύτρωμα τό, Ἤπ. (᾽Ιωάνν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυτρώνω.

Σημασιολογία

1) Λύτρωσις, σωτηρία. Συνών βλ. εἰς λ. γλυτωμὸς 1. 2) Εἰς τὴν παιδιὰν σκλέντζα, ξυλίκι, τὸ διὰ τῆς ράβδου σκλέντζας κτύπημα τοῦ μικροτέρου ξύλου, καλουμένου σκλεντζί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/