γλυκόφωνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόφωνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόφωνος ἐπίθ. Ζάκ. Κύπρ. Μακεδ. Μῆλ. Νίσυρ. Πάρ.-Δ. Σολωμ., 109 καὶ 200 Ι. Πολέμ.,Χειμώνανθ.2, 182 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 197 καὶ 306 -Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω Δημητρ. γλυκόφουνους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γλυκύφωνος Ε. Στρατουδ., Κρητ. ἐμπνεύσ., 18 -Λεξ. Βάιγ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. φωνή. Ὁ τύπ. γλυκύφωνος κατ᾽ ἐπίδρ. τοῦ γλυκύς, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γλυκός. Ὁ τύπ. γλυκόφωνος καὶ εἰς Βλαχ. καὶ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων γλυκεῖαν, εὐχάριστον φωνὴν ἔνθ’ ἀν.: Γλυκόφωνος τραγουδιστὴς-ψάλτης Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Ἀηˬδόνι μου γλυκόφωνο, πρασινοφτερουδᾶτο, ποὺ ἔχεις τὸν Αὑγερινὸ ’ς τὰ φρύδιˬα σ’ ἀποκάτω Νίσυρ. || Ποίημ. Γλυκόφωνο σήμαντρο, Ι ποὺ κράζει ἀπ᾿ τὸ σπίτι τὸ γέρον ἐρμίτη | νὰ πῇ τὸ ’σπερνὸ Δ. Σολωμ., 109. Συνών. βλ. εἰς λ. γλυκόλαλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA