γλυκόχυμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόχυμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκόχυμος ἐπίθ. Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 196 Ι. Πολέμ., Κειμήλ., 108 Π. Βλαστ., Ἀργώ, 118 Γ. Βλαχογιάνν., Προπύλ., 1.150-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. χυμός.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων γλυκύν χυμὸν Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ’ ἀν. Ι. Πολέμ., ἔνθ’ ἀν., Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Κάθε γλυκόχυμο καὶ τροφαντὸ βοτάνι Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ. Ἐκαθόταν ’ς τ’ ἀκροκλώναρα τῶν δένδρων κ’ ἐμύτιζε τοὺς γλυκόχυμους σπόρους Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ.Φέρνουν γλυκόχυμα σταφύλιˬα | σὲ πατητήριˬα βαθουλὰ Ι. Πολέμ., ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ., γλυκός, εὐχάριστος, τερπνὸς Π. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κ’ ἔπειτα σκῦψε καὶ μίλησέ μου, φωνὴ καλή, γιˬὰ τὰ πρωινὰ γλυκόχυμα τὰ χρόνιˬα καὶ τὶς βουνήσιˬες λευτεριˬὲς μέσ’ ’ς τὸ ἀττικὸ λιˬοπύρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/