γλύκυσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλύκυσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλύκυσμα τό, κοιν. καὶ Πόντ.(Ἰνέπ.) γλύτσυσμα ᾿Αντίπαρ. Εὔβ. (Βρύσ.) γλύ’σμα Σάμ. Στερελλ. (Ἀχυρ.) κ.ἀ. γλύκυσμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. οὐσ. γλύκυσμα.
Σημασιολογία
1) Ἔδεσμα γλυκὺ ἐξ ἀλεύρου, καρπῶν καὶ ἄλλων οὐσιῶν μετὰ σακχάρεως ἤ μέλιτος, οἷον πάστα, καταΐφι, μπακλαβᾶς, τούρτα, κ.τ.τ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ Τραπ.): Ὡραῖο-περίφημο-πετυχημένο γλύκυσμα κοιν. Ἡ δεῖνα φτε͜ιάνει ὡραῖα γλυκύσματα κοιν. Τί γλύτσυσμα ἤτανε τσεῖνο ποὺ μοῦ ’φερες; Εὔβ. (Βρύσ.) Ὁ σύντεκνο μ’ ἔστειλε ἕναν καλὸν γλύυσμαν ’ς σὴν ὀνομασέα μ’ (ὀνομασέα=ὀνομαστικὴ ἑορτὴ) Κερασ. Θὰ μᾶς τρατάρ’ς κάνα γλυ’σμα; Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Φρ. τὸ φαῒ-τὸ φροῦτο ἦταν γλύκυσμα (ἤτοι γλυκύ ὡς τὸ γλύκυσμα) κοιν. Ἤτανι γλυ’σμα τὰ λάχανα σήμιρα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἡ σημ. καὶ Ἐλληνιστ. Βλ. Ἡρωδιαν., Ἐπιμ., 125.6 «σησαμοῦντες, τὰ γλυκύσματα». Συνών. γλυκός Γ 1. β) Φαγητὸν γλυκύ, ἐσθιόμενον μετὰ τὰ λοιπὰ φαγητὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Συνών. γλυγούδι 1γ. γ) Γλυκύ ποτὸν Θρᾴκ. (Αἰν.): Γλέπ’ τὰ ζαχάρ’τα φαγωμένα καὶ τὰ γλυκύσματα πιˬωμένα. 2) Ἡ ἰδιότης τοῦ γλυκέος, ἡ γλυκύτης Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)-Σ. Σκίπης, εἰς Ν. Ἑστ. 14 (1936), 387: Τὴ φαῒ τὸ γλύκυσμαν καλὸν ἔν’ (ἡ γλυκύτης τοῦ φαγητοῦ εἶναι ἐπαρκὴς) Τραπ. Ἔ’ς τοὺ γλύ’σμα ἰσύ, κὶ δὲ ξικολλάει ἀπ’ πάν’ σ’ τοὺ πιδὶ Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Ποίημ.: Ἐγὼ ποὺ τρύπαα τὴ ρουδιˬὰ σὰν τοῖχο ἀτμοσφαῖρα, ποὺ φέρνει ἐξαίσιˬο γλύκυσμα ’ς τοὺς ἀγαθοὺς ποιητάδες Σ. Σκίπης, ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. Βλ. Λιβαν., Περιγραφ., 30. 15. Πβ. Liddell-Scott-Jones-Mckenzie εἰς λ. γλύκυσμα. 3) Τὸ καρύκευμα Λεξ. Βλαχ 4) Τὸ διὰ πηγαίου, ἤτοι γλυκέος ὕδατος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θαλάσσιον, πλύσιμον ἐνδυμάτων Πόντ. (Ἰνέπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA