γλυκύτητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκύτητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλυκύτητα ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. γλυκύτης.
Σημασιολογία
1) Ἡ περὶ τὴν γεῦσιν ἡδύτης, ἡ ἡδεῖα, εὐχάριστος γεῦσις. 2) Γεν. ἐπὶ πραγμάτων, ἡ περὶ τὰς αἰσθήσεις, ὡς τὴν ὅρασιν, τὴν ἀκοὴν καὶ τὴν γεῦσιν ἡδύτης. 3) ᾿Επὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἡ ἡπιότης, ἡ πραότης, ἡ χάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA