γλυμμὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυμμὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυμμὶ τό, ἐνιαχ. γλυμμὶν Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.) βλεμμὶν Πόντ. (Οἰν.) βλεμμὶ Πόντ. (Σινώπ.) φλυμμὶν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γλύμμα.
Σημασιολογία
1) Γλυμμίδι 1, τὸ ὁπ. βλ., Πόντ. (Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.) β) Ἡ σφενδόνη τοῦ δακτυλίου Πόντ. (Χαλδ.) 2) Ἐξάνθημα τοῦ ὀφθαλμοῦ Πόντ. (Σινώπ.) 3) Μετων., ἄνθρωπος ἀστράπτων ἀπὸ καθαριότητα Πόντ. (Κοτύωρ. Σινώπ.) β) Ὁ τύπ. βλεμμὶ ὡς ἐπίθ. καθαρὸς ἔνθ’ ἀν. Πβ. τὸ ἐκ παραδρομῆς τυπωθὲν ἄρθρον βλημμίν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA