γλυμμίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυμμίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυμμίδι τό, Θὴρ. βλυμμίδιν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.) βλυμμίδ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) φλυμμίδι Πόντ. (Λιβερ.) βλεμμίδ’ Πόντ. (Κοτύωρ.) φλυμμιδ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γλυμμίδιον, τὸ ὁπ.ἐκ τοῦ ἀρχ. γλύμμα. Βλ. Ι. Καλλέρ. εἰς Λεξικογρ. Δελτ. 9 (1963), 47, σημ. 2. Ὁ τύπ. γλυμμίδιον καὶ εἰς Δουκ.
Σημασιολογία
1) Ὁ δακτυλιόλιθος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Λιβερ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἤκαμά το βλυμμίδιν (τὸ ἔκαμα νὰ ἀπαστράπτῃ ἐκ καθαριότητος ὡς ὁ δακτυλιόλιθος) Λιβύσσ. Πβ. τὸ ἐκ παραδρομῆς τυπωθὲν ἄρθρον βλημμίδιν. 2) Ἔμβλημα Πόντ. (Κοτύωρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA