ἀποσφίγγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσφίγγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσφίγγω πολλαχ. ’ποσφίγγω Κύπρ. ἀποσφίgω Κρήτ. ἀποσπίγγω Πόντ. (Κερασ.) Μεσ. ἀπουσφίgουμι Λέσβ. ᾿πισφιgουμ’ Ἴμβρ.

Χρονολόγηση

Αρχαία

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποσφίγγω.

Σημασιολογία

1) Σφίγγω καλά, συσφίγγω, περισφίγγω Κύπρ. : 'Πόσφιγγε καλὰ τὰ ροῦχα γιˬὰ νὰ στεγνώσουν γλήορα. ’Πόσφιξε τὸ λεμόνιν. Ἔν᾽ ’ποσφιγμένα τὰ ροῦχα. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Λουκιαν. Πένθ. 19 «διεκώλυσε δὲ ἡ ὀθόνη καὶ τὰ ἔρια, οἷς μου τὰς σιαγόνας ἀπεσφίγξατε». β) Μέσ. σφίγγομαι πολὺ ἐντείνων τὰς δυνάμεις ὡς συνήθως συμβαίνει κατὰ τὴν ἀφόδευσιν ἢ τὸν τοκετὸν ἢ τὸ πήδημα κττ. Κύπρ. Λέσβ. : ᾿Εποσφίχτην καλὰ κ᾿ ἐκόπησαν τὰ κουμπιˬά του Κύπρ. ’Ποσφίχτου ᾿ποσφίχτου ἐπόνεσεν τὴν τεφαλήν του αὐτόθ. Ἀπουσφίχτσι μιˬά, ἤβγαλι τοὺ μουρὸ Λέσβ. Μὴ ’πισφίgισι νὰ π᾿δή’ κὶ δὲ θὰ bουρέ’ Ἴμβρ. ᾿Πισφίχκα νὰ πιράσου dοὺ bουταμὸ κ᾿ ἔπισα μέσα αὐτόθ. 2) Τελειώνω τό σφίξιμον, παύω πλέον νὰ σφίγγω πολλαχ.: Ἀπόσφιξε τὸ δεμάτι. 3) Χαλαρώνω τὸ ἐσφιγμένον Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ξεσφίγγω, χαλαρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/