ἀποσφίχτρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσφίχτρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσφίχτρα ἡ, ἀμάρτ ’ποσφίχτρα Κύπρ. ᾿ποσφίκτρα Κύπρ. ᾽ποσφίgτρα Κύπρ. ᾿ποσφίστρα Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσφίγγω καὶ τῆς καταλ. –τρα.
Σημασιολογία
1) Λεμόνιον τοῦ ὁποίου ἀφῃρέθη ὁ ὀπὸς διὰ τῆς συμπιέσεως: Ἡ ’ποσφίχτρα ’ὲν ἠβκάλ-λει ὄξινον. || Παροιμ. φρ. ᾿Εν-νὰ τὸν 'πολεγιˬάσουν μὲ τὲς ’ποσφίκτρες (ἐπὶ ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου αἱ πράξεις εἶναι ἄξιαι ἀποδοκιμασίας. Συνών. φρ. θὰ τὸν πάρουν μὲ τοὶς λεμονόκουππες. πολεγιˬάσουν₌ἀποδιώξουν). Συνών. ἀπόστυμμα, λεμονόκουππα. 2) Μετων. ἄνθρωπος λιπόσαρκος, ἰσχνός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA