αὐτόφωρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐτόφωρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐτόφωρος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’τόφωρος Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. αὐτόφωρος.
Σημασιολογία
Ὁ νεωστὶ λαβὼν ὕπαρξιν, πρόσφατος, ἔγκαιρος: ᾿Τόφωρο ψωμὶ-λουλούδι. ᾽Τόφωρα χώματα (νεοσκαφῆ καὶ ἐλαφρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA