αὐτώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐτώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αὐτώνω κοιν. αὐτώνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) αὐτουνώνω Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ. αὐτονώνω Κάρπ. αὐτενώνω Κάρπ. ’φτώνω Κρήτ. ’φτώνου Μακεδ. (Βλάστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἀντων. αὐτὸς-αὐτοῦνος.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τι, τῆς πράξεως νοουμένης εἰς σημ. γενικωτάτην ὁσάκις ὁ λέγων δὲν ἐνθυμεῖται ἀμέσως τὸ κατάλληλον πρὸς τὴν περίστασιν ρῆμα ἢ ἀποφεύγει νὰ τὸ εἴπῃ εὐφημισμοῦ χάριν κοιν.: Τοῦ εἶπα νὰ μὴ τ᾿ αὐτώσῃ, μὰ ἐκεῖνος δὲ μ᾿ ἄκουσε. Τὸν αὔτωσε (τὸν πείραξε, τὸν ἔδειρε κττ.) Τὸ αὔτωσα (τὸ ἐτελείωσα). Πᾶρε τὸ φάκελο κιˬ αὔτωσέ το (κλεῖσε το). Ὁ δεῖνα ὅλο αὐτώνει (πέρδεται) κττ. κοιν. Κἄτ’ θὰ ᾿φτώσ᾽ οὑ Θιὸς (θὰ κάμῃ) Βλάστ. Αὔτωσε τὸ δεῖνα πρᾶμα (ὑπερετιμήθη) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε εὐτώνανε (ἐκυνηγοῦσαν, ἔτρωγαν, ἔπαιζαν κττ. ὡς νοεῖται ἐκ τῶν συμφραζομένων) Κρήτ. (Σέλιν.) 2) Ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, συνέρχομαι μετὰ γυναικός, μοιχεύω κοιν.: Τὴν αὔτωσε. Πβ. ἀπαυτώνω, ἀποκεινώνω, ἀποτετο͜ιώνω, τετο͜ιώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/