ἀποσφραγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσφραγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσφραγίζω λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποσφραγίζω.
Σημασιολογία
᾽Ανοίγω τι σφραγισμένον, ξεσφραγίζω, οἷον ἐπιστολήν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν Πβ. Διογέν. Λαέρτ 4,59 «ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα ἐβούλετο ἐβάσταζεν Συνών. ξεσφραγίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA