ἀποσφράγισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσφράγισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσφράγισμαν τό, Πόντ (Κερασ.) ἀποσφράγιγμαν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσφραγίζω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ ἀνοίξῃ τις κἄτι σφραγισμένον, οἷον ἐπιστολήν. Συνών. ξεσφράγισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA