ἀποσώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσώνω κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀποσώνου Σκῦρ. ἀποσούνω Πελοπν (Λακων.) ἀπουσώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀπουσούν-νου Λυκ (Λιβύσσ) ἀποσούνου Τσακων. ἀποσούου Τσακων. ’ποσώνω πολλαχ. ’ποσών-νω Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. ’ποσώνου Εὔβ. (Ὄρ.) ’πεσών-νω Κύπρ. Ρόδ. Μέσ. ᾽πισώνουμ’ Ἴμβρ. Μετοχ. ἀπουσουσμένους Λέσβ. ’πεσωσμένος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποσώζω. Ὁ μεταπλασμὸς διὰ τὸν ἀόρ. ἀπόσωσα ὡς ἐστεφάνωσα παρὰ τό στεφανώνω κττ. Περὶ τῶν τύπ. Τσακων. ἀποσούνου καὶ ἀποσούου ἰδ. HPernot Dial. tsakon. 258 καὶ 273.

Σημασιολογία

Α) ᾽Ενεργ. 1) Διαφυλάττω τι σῶον, σώζω Πελοπν. (Λακων.): Τὸν ἀπόσωσα ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Σοφ. Φιλοκτ. 1379 «τοὺς . . . παύσοντας ἄλγους κἀποσώζοντας νόσου». 2) Συμπληρώνων τὸ ἐλλεῖπόν τινος ἀποτελειώνω αὐτὸ κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Τσακων.: ᾿Απόσωσε τὴν κουβέντα - τὸ λόγο - τὸ παραμύθι κττ. ᾿Απόσωσα τὴ δουλε͜ιὰ - τὸ δρόμο - τὸ σπίτι. Ἡ κόρη ἀπόσωσε τὰ προικιˬά της. Ὁσα ξεχνάει ὁ ἕνας τ᾿ ἀποσώνει ὁ ἄλλος. Ὅ,τι λειφτῇ τοῦ ἑνὸς τ᾽ ἀποσώνει ὁ ἄλλος. Δὲν εἶχα μαλλὶ γιˬὰ τὴν κουβέρτα, πῆρα μιˬὰ ὀκὰ καί τ᾽ ἀπόσωσα. Δὲν ἔχει νὰ σοῦ δώσῃ τὰ λεπτὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ θὰ σοῦ τ᾽ ἀποσώσω ἐγώ. Δὲν ἦταν γεμᾶτο τὸ κανάτι - τὸ σακκί καὶ τ᾿ ἀπόσωσα. Φροντίζω ν᾽ ἀποσώσω τὰ λεπτὰ γιˬὰ ν’ ἀγοράσω τὸ σπίτι. Σὰν ἄρχισες ἀπόσωσέ τα κιˬόλα κοιν. Νὰ μιˬὰ σφουχτεˬὰ τραχανᾶ ν᾽ ἀποσώσῃς τὸ φαεῖ Σκῦρ ᾿Ελλεῖπαν μαιˬδιˬὰ κ᾿ ἐπόσωσέν τα Σύμ. Βάλε ἀκόμη ἑκατὸ δράμιˬα, ᾿πόσωσέ μου το μιˬὰ ὀκὰ Κρήτ. ᾿Απόσωσέ μου τοῖς ἑκατὸ (δηλ. τὰ 80 ἢ 90 κάμε μού τα ἑκατὸ) Πελοπν. (Τρίκκ.) Ὅλdα ’φτὸς τὰ ᾿ποσώνει Ρόδ. Νὰ τὰ ᾿ποσώσω θέλω ’κόμ’ δέκα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Δὲ μποροῦμ’ νὰ τὰ ’ποσώσουμ' αὐτόθ. ’Πόσωσέ τα ἑκατὸ φράγκα Ρόδ. Θερίζαμε ’ς τὸν κάμπο καὶ κοντεύαμε κιˬόλας ν᾿ ἀποσώσουμε ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ. θέατρ. 107. «Εἰς τὸν φοῦρνον . . συνηθροίζοντο ὅλαι αἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς νεοΰπανδροι, χῆραι καἱ γραῖαι καὶ ἀνεκοινώνουν πρὸς ἀλλήλας τὰ νέα τῆς ἡμέρας καὶ ἐμάνθαναν καὶ διηγοῦντο καὶ ἀβγάτιζαν καὶ ἀπόσωναν» ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. τεμπέλη 59. Ποτὲ δὲν ᾿ποσώνουνται οἱ δουλε͜ιὲς Εὔβ. (Ὄρ.) Ἡ δόξα χορτασιˬὰ δὲν ἔχει κιˬ ὁ πόθος δὲν ἀποσώνεται καὶ παντοτινὰ τὸ θάνατο φοβᾶται ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιανίρ. 456 || Φρ. Τὰ ’πόσουσι οὕλα (ἀπέθανε) Θρᾴκ. Τὰ ’πόσουσι (λερώθηκε, ἐπὶ βρέφους) αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἔβγα ᾿ς τὸ παρεθύρι δυˬὸ λόγιˬα νὰ σοῦ ’πῶ καὶ σὰν τὰ ἀποσώσω, σὲ ἀποχαιρετῶ Εὔβ. (Κάρυστ.) Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸ λόγο δὲν ἀπόειπε Εὔβ. (Κύμ.) Τὸν λόγον δὲν ἐπόσωσε τ’ ἡ συντυχιˬὰ ἐκράτει, γεμίνει ἡ ἄμμουδο παννιˬὰ τ᾽᾿ ἡ θάλασσα καράβιˬα Χίος Ποίημ. Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε κ᾽ ἔπεσε σκοτωμένος ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 20. Ἡ σημ. καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Β στ. 241 (ἔκδ. ΚΣάδα σ. 138) «κι ἄλλες δουλειὲς ἐπόσωσα μεγάλες ’ς τὸν καιρό μου». Καὶ μέσ: Κράτει τοὺ πιδὶ νὰ ᾿πουσουθῶ Εὔβ. (Στρόπον.) Νὰ ἰδοῦμι πότι θὰ ’πουσουθῶ αὐτόθ. || Φρ. ᾿Εν ᾽ποσών-νεται (δὲν κάμνει γρήγορα τοὶς δουλειές του) Ρόδ. Καὶ ἀμτβ. συμπληρώνομαι, ἀποτελειώνομαι Κύπρ. κ.ἀ. -ΙΠολεμ. Παλ. βιολ.3 64: Σαραταπέντε χρόνιˬα ἐποσῶσαν ἀποτότες πὄρκουμουν ᾽ς τὸ σπιτικόν σου Κύπρ. || Ποίημ. Ὅταν ἡ μάχη ἀπόσωσε κ’ εἰρήνεψε τ’ ἀσκέρι ἔστειλε τότε ὁ νικητὴς τὴν κόρη του νὰ φέρη ΙΠολεμ ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνασώνω 1. β) Τελειώνω, παύω Ἤπ. Μακεδ κ. ἀ. : Δὲν ἀπουσώ’ νὰ μὶ πινάῃ Ἤπ. Ἅμα ἀπουσώ’ τοὺ χουρὸ κάθι κουρίτσ’ πάει ’ς τοὺ σπίτι τ᾿ Μακεδ. 3) ᾿Αποστομώνω, φιμώνω τινὰ διὰ καταλλήλου ἀπαντήσεως (ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς συμπληρώσεως τῶν λόγων τοῦ πρὸς ὃν ἡ ἀπάντησις) Κρήτ. : Εἶπε τζη τα, μὰ ἐπῆε dελόγο καὶ τὴν ἐπόσωσε. Φοβᾶσαι πῶς δὲ θὰ σὲ ᾽ποσώσῃ ὅ,τι κι ἀνὲ bῇς; 4) Πληρώνω τελείως, ἀποπληρώνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ): ’Πόσωσα τά χρέγιˬα μ᾿. 5) Ἐκπληρώνω, ἐκτελῶ ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ θέατρ. 220: Ν’ ἀποσώσῃς πεˬὰ τοῦ μακαρίτη σου τοῦ πατέρα τὴ θέλησι. 6) Συμπληρώνων τὰς ἐλλείψεις τινὸς βοηθῶ αὐτὸν Κρήτ Κύπρ. κ. ἀ. : Ἦρθα ᾽γώ, γειτόνισσα, νὰ μὲ ’ποσώσῃς πάλι, γιˬατὶ δὲν ἔχω εἶdα νὰ ψήσω τῶ bαιδιˬῶ Κρήτ. Ἄν δὲν ξέρω νὰ συντύχω, νὰ μὲ ᾽ποσώσῃς ἐσοὺ Κύπρ. ᾽Επόσωσέν τον μὲ τὰ λόγιˬα του ’ς τὴν δουλε͜ιάν του αὐτόθ. Ἀπὸ μᾶς ἐποσώστηκες πάλι Κρήτ. 7) Φέρω, κομίζω, ὁδηγῶ Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Τσακων. κ.ἀ.: Ἐκιˬάτζε δύου έντζιτζε τζαὶ σ’ ἀποσοῦτζε τοῦ βασιλία (ἔπιασε δύο πέρδικες καὶ τοὶς πῆγε τοῦ βασιλέα) Τσακων || ᾌσμ. Κιˬ ὡσὰν θὰ μὲ ᾿ποσώσουσι εἰς τὸ νεκροταφεῖο, σῦρε, πουλλί μου, μιˬὰ φωνὴ νὰ σηκωθῶ νὰ φύω Κάσ. Μιˬὰ λαουῖνα πιˬάνουσι καὶ τρία λαουάκιˬα, δένει τα κιˬ ἀποένει τα, ᾿ς τὸ σπίτι τ’ ἀποσώνει Κάρπ.Ὅλους τοὺς πρώτους τῶ Σφακιˬῶ δεμένους νὰ μοῦ φέρῃς. . . bιστάgωνα κιˬ ἀρμαθιˬαστοὺς ἐπὰ νὰ τσ᾿ ἀποσώσῃς Κρήτ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ξενοφ. Ἑλλην. 7,2,19 «οἴκαδε καὶ ἑαυτοὺς καὶ ἃ ἦγον ἀπέσωσαν». 8) Καταμηνύω, προδίδω πολλαχ.: ὅ,τι εἴπαμεν ἐπῆεν κ’ ἐπόσωσέν της τα Ρόδ. Πάεισι κὶ τ’ν ἀπόσουσι Ἤπ. (Ζαγόρ.) || Φρ. ᾿Αποσώνει λόγιˬα (ἐπὶ τοῦ μεταδίδοντος εἰς ἄλλους ρητὰ καὶ ἀπόρρητα) πολλαχ. || Παροιμ. φρ. Τῶν φρονίμων τὰ μαντάτα οἱ λωλοὶ τὰ ἀποσώνουν πολλαχ. 9) Δαπανῶ, καταναλίσκω, ἐξοδεύω τελείως σύνηθ. : ᾿Απόσωσα τὸ κρασὶ - τὸ λᾷδι - τὰ χρήματα κττ. ᾿Αποσώθηκε τὸ κρασί μας - τὸ λᾴδι μας κττ. σύνηθ. β) Ἀμτβ. κουράζομαι, ἀποκάμνω Μακεδ.(Γκιουβ.): Τὸ μελίσσι ’πόσωσε.10) Φθάνω, καταφθάνω πολλαχ. : ᾿Απόσωσε ᾿ς τὸ σπίτι. ᾽Απόσωσε γρήγορα - καλὰ πολλαχ. ᾽Εκουράστηκε καὶ ἐγανάχτησε ν᾽ ἀποσώσῃ Κρήτ. Ἅμα ᾽πεσώσῃς ’ς τὸ χωρκὸν νὰ γυρέψῃς τὸ σπίτιν τοῦ δεῖνα Κύπρ. ᾽Ηπέσωσε ᾿ς τὸ χωριˬὸ Ἄνδρ. || Φρ. Νὰ μὴν ἀποσώσῃ ! (νὰ μὴν φθάσῃ εἰς τὸ σύνηθες ὅριον τῆς ἡλικίας τῶν ἀνθρώπων! ᾿Αρά. Συνών. φρ. νὰ μὴ σώσῃ!) Λεξ. Δημητρ. || Γνωμ. Τὰ πλούτη ἄ πᾶσι ’ς τὰ παιιˬά, ’ς τὰ ᾽γγόνιˬα δὲ ᾿ποσώνουν Κάρπ. Ζημιˬὰ ’ς τὸν κάbο ἔγινε, ᾽ς τὸ σπίτι ἀποσώνει Θήρ. || ᾌσμ. Ἅι μου Γεώργι ᾽ς τοὶς Χαδές, δυˬὸ τράους θὰ σοῦ δώσω, ἂν μὲ ᾽ουθήσῃς σύκ-καλα ’ς τὴν Κάσο ν’ ἀποσώσω (σύκ-καλα₌σύγκαλα₌καλὰ) Κάρπ. Σ τσοὶ δέκα ὧρες τῆς νυχτὸς εἰς τοῦ γιˬατροῦ ᾽ποσῶσα κ’ ἕνα χαρτὶ φαρμακερὸ ἀμέσως ξεδιπλῶσα Κρήτ. ᾿Επῆαν κ᾿ ἐποσώσασι ᾽ς τῆς μάννας τους τὴν πόρτα Ρόδ. Καὶ μέσ. Θρᾴκ. Ἴμβρ. Κάσ κ. ἀ.: Νὰ μὴν ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ μὲ ἀνεβάσ’ ᾿ς τὸ ζῷο, δὲ θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀποσωθῶ Θρᾴκ. ᾿Ἑφ’γα τοὺ πουρνὸ κὶ μο' τοὺ γιˬόμα ᾽πισώθ᾿κα (μό₌μόνον) Ἴμβρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἡρόδ. 5,87 «ἀποσωθέντα . . ἐς τὴν ᾿Αττικὴν». β) Κατορθώνω νὰ φθάσω Στερελλ. (Αἰτωλ) : Δὲν ἀπόσουσι ’ς τοὺ χουριˬό. γ) Μετβ. καταφθάνω τινὰ Πελοπν. (Λάκων) Τὸν ἀπόσωσα. 11) Προφθάνω Κρήτ.: Ἴσαμε ν’ ἀκούσῃ τὴ φωνή μου ἐπόσωσε κ’ ἦρθε. Συνών. σώνω. Β) Μέσ. 1) Πληροῦνται αἱ ἐλλείψεις μου, αἱ ὑλικαὶ ἀνάγκαι μου Κρήτ.: Ποτὲ δὲν ἀποσώνομαι, ὅλο λείπομαι. 2) Ἐξαντλοῦμαι σωματικῶς Εὔβ. (Στρόπον.): Πῶς ᾿πουσώθ’κι κὶ γί’κι ! || Φρ. Ὁ δεῖνα ᾽πουσώθ’κι (ἀπέθανε κατόπιν μακρᾶς σωματικῆς ἐξαντλήσεως). Μετοχ 1) ’Εξηντλημένος σωματικῶς Λέσβ. κ. ἀ.-ΚΠαλαμ. Θάνατ. παλληκ. 37 -Λεξ. Βλαστ.: Οὑ δεῖνα εἶνι ἀπουσουσμένους Λέσβ. Τὸν εἶδεν. . . ἀμίλητο καὶ ἀποσωμένο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 2) Νεκρός, πεθαμένος ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 241 : Γιˬὰ δυˬὸ χρόνιˬα . . . θά 'μαι ἀποσωμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/