ἀφάγανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάγανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφάγανος ἐπίθ. Πελοπν. (Βυτίν. Γύθ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ. ἀφάγανους Β. Εὔβ κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. φαγανός.

Σημασιολογία

Ὁ δύσκολος περὶ τὰ φαγητά, ὀλιγοφάγος ἔνθ’ ἀν.: Κάνει τὸν ἀφάγανο καὶ θέλει ἕναν περίδρομο νὰ φάῃ Βυτίν. Ἀφάγανο γουρούνι Λακων. Μάν. Ἀφάγανου πιδὶ Β. Εὔβ. Συνών. ἄφαγος 2, ἀντίθ. φαγανός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/