ἀφαγάπιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαγάπιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀφαγάπιˬα ἐπίρρ. Θήρ. ἀφαάπιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀφάπιˬα Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀφαγάπιˬος.

Σημασιολογία

1) Ἄνευ φαγητοῦ καὶ πιοτοῦ ἔνθ. ἀν.: Ἀφαάπιˬα περνοῦν εὐτοί, δὲ στήνουν τσικάλι Ἀπύρανθ. Ἀφαάπιˬα θά ᾿μεστα σήμερο; νὰ πάω νὰ μαερέψω Θήρ. Καὶ ἐπὶ ἐργατῶν εἰς τοὺς ὁποίους ὁ ἐργοδότης δὲν παρέχει τροφήν: Τὸν ἔχω τρεῖς δραχμὲς τὴν ἡμέρα ἀφαγάπιˬα Θήρ. Ἀφαγάπιˬα τσ’ ἔχομε τσοὶ μαστόροι, δὲ τζοὶ ταΐζομε Ἀπύρανθ. Συνών. ἀφαγάπιˬωτα. 2) Οὐσ., ὀλιγοφαγία Θήρ.: Ἔχω ἀδυνασὰ ἀπὸ τὴν ἀφααπιˬα. Συνών. ἀφαγανιˬα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/