ἀπόσωσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσωσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόσωσμα τό, Ἤπ. Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ. -Λεξ. Δεὲκ Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀπόσουσμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπόσωμα ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 66 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ᾿πόσωμα Εὔβ. (Κονίστρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσώνω. Παρὰ Μαχαιρ. 1, 612 (ἔκδ. RDawkins) τύπ. ἀπέσωμαν.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέλος πράξεώς τινος, ἀποτελείωμα ἔνθ’ ἀν. : Τ’ ἀπόσωσμα τοῦ τρύγου Λεξ. Πρω. Τοῦ τραγουδιˬοῦ τ' ἀπόσωμα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀποσωσμός. β) Συμπλήρωσις Εὔβ. (Κονίστρ): Θέλει ᾿πόσωμα τὸ βουστάνι, δὲ φορε͜ιέται ἔτσι. Κοντεύγου νὰ πλέξου τὸ τσουράπι,’ς τὰ ᾿ποσώματα εἶμαι. γ) Τὸ ἄκρον πράγματός τινος Λεξ. Αἰν. 2) Τὸ τελευταῖον γεννώμενον παιδίον Ἤπ. –Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι καὶ ἀπόσπερμα 2. β) Μεταφ. παιδίον ἀδύνατον, καχεκτικὸν Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) 3) Ἡ τελευταία ὑπολειπομένη ποσότης ὑγροῦ τινος, ἰδίᾳ οἴνου Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Δημητρ. Συνών. σῶσμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/