ἀφάγητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάγητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφάγητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀφάητος Κύπρ. ἀφάητε Τσακων. ἀφάγετος Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) ἀφάετος Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φαγητὸς<ἔφαγα.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔφαγέ τις, ὁ μὴ βρωθεὶς Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀκόμα ἀφάετον ἔν’ τὸ ψωμὶν Τραπ. || Φρ. Ποῦ νὰ μένουν ἀφάητα! (ἐνν. τὰ φαγητά, δηλ νὰ πάθουν πρότερον οἱ μέλλοντες νὰ φάγουν αὐτά! Κύπρ. Συνών. ἀφάγωτος 1. 2) Ὁ μὴ φανῶν, ὁ μὴ λαβὼν τὸ γεῦμά του, νηστικὸς Κύπρ. Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ.) Τσακων.: Ἀφάγετος ἐσηκῶθεν ἀπ’ τὸ τραπέζι Οἰν. Ἀφάετος εἶμαι Ὄφ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφάγωτος 2, ἀντίθ. φαγωμένος (ἰδ. τρώγω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/