ἀφαγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφαγιˬὰ ἡ, ἀφαγία Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀφαΐα Πόντ. (Τραπ.) ἀφαγιˬὰ πολλαχ. ἀφαιˬὰ Ἤπ. ἀναφαγία Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) Τσακων. ἀναφαΐα Σαλαμ. ἀναφαγιˬὰ πολλαχ. ἀναφαιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνεφαγιˬὰ Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύπρ. ἀνεφαιˬὰ Ἤπ. ἀνιφαγιˬὰ Κυδων. ἀνιφαιˬὰ Ἤπ. ἀνοφαγιὰ Πόντ. (Τραπ.) ἀνουφαιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄφαγος.
Σημασιολογία
Στέρησις ἢ ἀποχὴ ἀπὸ τῆς τροφῆς, ὀλιγοφαγία, ἀνεπαρκὴς σίτισις εἴτε δι᾿ ἔλλειψιν ὀρέξεως εἴτε δι᾿ ἔλλειψιν μέσων ἔνθ᾽ ἀν.: Κοντεύει νὰ πεθάνῃ ἀπὸ τὴν ἀφαγιˬὰ ἢ ἀναφαγιˬά. Ἀδυνάτισε ἀπὸ τὴν ἀφαγιˬὰ ἤ ἀναφαγιˬὰ πολλαχ. Ἀσ᾽ σὴν ἀφαΐαν ἐκόπαν τὰ γόνατα μ᾿ Τραπ. Ἀπ’ τ᾽ν ἀφαγιˬὰ πᾶσα μέρα ψοφοῦνε πράματα Σκῦρ || Φρ. Ἔχει ἀναφαγιˬὰ καὶ κρασαρρώστιˬα (εἰρων. ἐπὶ πολυφάγου καὶ πολυπότου) Κέρκ. Ἔχει ἀναφαγιˬὰ (εἰρων. ἐπὶ παχυσάρκου) Σκῦρ. Συνών. ἀφαγανιˬὰ 2, *ἀφαγῶνα, ἀφαγωσιˬά, ἀφαγωτιˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA