ἀποταγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποταγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποταγίζω ἀμάρτ. ἀποταΐζω πολλαχ. ’ποταΐζω Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ταγίζω.

Σημασιολογία

1) Τελειώνω τὴν παροχὴν τροφῆς πολλαχ.: Δὲν ἀποτάϊσα ἀκόμα τὸ παιδί. Ἅμα ἀποταΐσης τοὶς κόττες ἔλα. 2) Παρέχω τροφὴν μέχρι κόρου Θήρ.: ’Ποτάϊσε ὅλον τὸν κόσμο καὶ ἤφυε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/