ἀφαίρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαίρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀφαίρεμα τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀφαίρεμα.

Σημασιολογία

1) Ἀφαίρεσις ἀπόσπασις: Μὲ τὸ ἀφαίρεμα τοῦ στύλου ράισε ἡ σκαλωσιˬά. 2) Ἀπώλεια τῆς διανοητικῆς διαυγείας: Ἀπὸ τὸν τύφο ἔπαθε ἀφαίρεμα. Σὰν τοῦ περάσῃ τὸ γλυκὺ ἔχει γιˬὰ δυˬὸ τρεῖς μέρες ἀφαίρεμα. Πβ. ἀφῃρημάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/