ἀποτανυˬῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτανυˬῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτανυˬῶ, ’ποτανῶ Σύμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποτανύω.
Σημασιολογία
1)Ἐκτείνω: Ἐποτάνυσεν τὴν χέραν του κ’ ἔπιˬασέν το. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἱπποκρ. Ἀγμ. 757 «ἢν μέν τις ἀποτανύσας τὴν χεῖρα ἐν τουτέῳ τῷ σχήματι διατείνῃ κτλ.» 2)Προτείνων τι δίδω: Ἐκει͜ὰ μέσα [ ’ς τὸ κάστρον] λοιπὸν ἔβαλεν τὴν κόρην του μοναχὴν ὁλομόναχη καὶ τὸ φαεῖν ἐποτανοῦσαν τής το μὲ τὸ συκολόι (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA