ἀφαιρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαιρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφαιρῶ λόγ. κοιν. Μετοχ. ἀφῃρημένος καὶ ἀφαιρεμένος κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀφαιρῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀποσύρω μέρος ἐκ μεγαλυτέρου ποσοῦ, οἷον ἐν ἀριθμητικῇ πράξει κοιν.: Ἀπὸ τὸ μισθό μου ἀφαιροῦν τὸ χαρτόσημο. 2) Λαμβάνω τι ἀλλότριον, στερῶ τινά τινος κοιν.: Τοῦ ἀφαίρεσε τὴν περιουσία-τὴ ζωὴ κττ. κοιν. || ᾎσμ. Ἄ μ᾿ ἀφήσου gιˬ’ ἂν bορέσω, | τὴ ζωὴ θὰ σ᾿ ἀφαιρέσω, θὰ σ᾿ ἀφαιρέσω τὴ ζωὴ | ’ς τὸ gόσμο νὰ ᾿ενῇ βοὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 3) Μέσ. παύω νὰ προσέχω που, πάσχω ἔκλειψιν προσοχῆς κοιν.: Πολλὲς φορὲς ἀφαιρεῖται καὶ δὲ βλέπει τί γίνεται μπρός του. Τὸν εἶδα ἀφῃρημένο, κἄτι τοῦ συμβαίνει. Τί στέκεσαι σὰν ἀφῃρημένος; κοιν. Ὅντες πέθανε ἡ γεναῖκα του, προβάτε͜ιε ἴδιˬα ἀφαιρεμένος Εὔβ. (Κουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA